κλασματικός

κλασματικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλάσμα
2. χημ. αυτός που γίνεται κατά κλάσματα («κλασματική απόσταξη»)
3. φρ. «κλασματική μονάδα» — καθένα από τα ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε η ακέραια μονάδα.
επίρρ...
κλασματικώς και -ά
με κλασματικό τρόπο, κατά τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάσμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1749 στον Μπαλάνο Βασιλόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλασματικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλάσμα: Ο αριθμός αυτός είναι κλασματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριθμητής — ο (Α ἀριθμητής) [αριθμώ] αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί κάτι νεοελλ. 1. Μαθ. ο όρος του κλάσματος ο οποίος φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο κλασματικός αριθμός 2. μηχάνημα που χρησιμεύει στην αυτόματη μέτρηση ή… …   Dictionary of Greek

  • μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …   Dictionary of Greek

  • θετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. συγκεκριμένος, χειροπιαστός, βέβαιος, πραγματικός: Θετική βοήθεια. – Οι έρευνες δεν απέδωσαν τίποτε το θετικό. – Θετικό κέρδος. 2. καταφατικός: Πήρα θετική απάντηση. 3. «θετική εικόνα», φωτογραφία εικόνας αντίθετη της αρνητικής·… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”