- κλασματικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλάσμα2. χημ. αυτός που γίνεται κατά κλάσματα («κλασματική απόσταξη»)3. φρ. «κλασματική μονάδα» — καθένα από τα ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε η ακέραια μονάδα.επίρρ...κλασματικώς και -άμε κλασματικό τρόπο, κατά τμήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάσμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1749 στον Μπαλάνο Βασιλόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.